- συντονώ
- (I)-έω, Μ [σύντονος]τεντώνω δυνατά.————————(II)-όω, ΜΑ [σύντονος]ενισχύω, ενδυναμώνωαρχ.τονίζω με τον ίδιο τόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντόνῳ — σύντονος strained tight masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντόνῳ — συντόνῳ , σύντονος strained tight masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόνωι — συντόνῳ , σύντονος strained tight masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ … Dictionary of Greek